- βαβουτσικάριος
- ο (Μ βαβουτσικάριος)ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάςνεοελλ.πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα του ελευσινιακού μύθου για τη Δήμητρα, ενώ άλλοι τη συνδέουν με τη λ. παπουτσής < παπούτσι και τη θεωρούν ταυτόσημη με τον καλλικάντζαρο].
Dictionary of Greek. 2013.