βαβουτσικάριος

βαβουτσικάριος
ο (Μ βαβουτσικάριος)
ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάς
νεοελλ.
πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα του ελευσινιακού μύθου για τη Δήμητρα, ενώ άλλοι τη συνδέουν με τη λ. παπουτσής < παπούτσι και τη θεωρούν ταυτόσημη με τον καλλικάντζαρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ψελλός, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1018 – 1078). Πολιτικός και φιλόσοφος, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του κοντά στον Νικήτα Βυζάντιο και στον Ιωάννη Μαυρόποδα, ο Ψ. επιδόθηκε στη δικηγορία, υπηρέτησε για ένα διάστημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”